-
1 Νότιον
Νότιονneut nom /voc /acc sg -
2 νότιον
νότιοςmoist: masc acc sgνότιοςmoist: neut nom /voc /acc sgνότιοςmoist: masc /fem acc sgνότιοςmoist: neut nom /voc /acc sgνοτέωto be wet: imperf ind act 3rd pl (doric)νοτέωto be wet: imperf ind act 1st sg (doric) -
3 Νοτίοιο
Νότιονneut gen sg (epic) -
4 Νοτίοις
Νότιονneut dat pl -
5 Νοτίοισι
Νότιονneut dat pl (epic ionic aeolic) -
6 Νοτίοισιν
Νότιονneut dat pl (epic ionic aeolic) -
7 Νοτίου
Νότιονneut gen sg -
8 Νοτίων
Νότιονneut gen pl -
9 Νότια
Νότιονneut nom /voc /acc pl -
10 Νοτίω
-
11 Νοτίῳ
-
12 Νοτίωι
Νοτίῳ, Νότιονneut dat sg -
13 ζάκοτος
-
14 θέρος
-
15 ἱερός
ῐερός (-όν, -οί, -ῶν, -οῖς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αῖς, -αῖσι(ν); -ῷ, -όν, -ῶν, -οῖς: superl. - ώτατον nom., voc., acc.: ἱερ- thrice.)1 of persons, venerated holy ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ the Hyperboreans P. 10.42 Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε ( θέμιν flagitavit Wil.) P. 11.9 Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2. εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα Θήβα fr. 195.2 of things,a of places, as being of religious interest. ἱερὸν ἔσχον οἴκημα Akragas O. 2.9 ἱερὰν νᾶσον Thera P. 4.6 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν” P. 4.44ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
[ τανδιεραν = ? ταν διεραν, fr. 33a.] ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν ( ἱρόν Snell.) fr. 189.b of festivals, sanctuaries, as honouring or belonging to the gods.ἐξ ἱερῶν ἀέθλων O. 8.64
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
ἱερῶν ἀγώνων (Er. Schmid e Σ: ἱερᾶν codd.) N. 2.4ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον the third temple of Apollo at DelphiΠα... Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει Pae. 18.1
c ἔλαφον, ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ Ὀρθωσίᾳ ἔγραψεν ἱεράν consecrated O. 3.30Ἰάσων δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον P. 4.131
κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190
“κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων, Φοῖβε” divine love-affairs P. 9.39 ἀλλ ἐγὼ τᾶς ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι ( ἕλᾳ ἱρᾶν Bergk: ἐλεηρὰν codd., “un être vivant, qui présente un aspect mysterieux” van Groningen: v. μέλισσα) fr. 123. 11. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται (Boeckh: ἱεραῖς codd.: i. e. priestesses of Demeter: v. μέλισσα) fr. 158. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1.d dub. & frag. [ νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ἱερόν (codd. Dion. Hal. contra metr.: ῥέον Schr.)Πα.. 1.] ]ν σθένος ἱεράν[ Pae. 3.93
]οις τερφθὲν ἱαροῖς[ (cf. σκιαρός) ?fr. 338. 6.3 n. pl. pro subs., sacrificeτεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει O. 7.48
ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ (sc. Ἱέρων) fr. 105. 2. -
16 νότιος
1 with southerly wind, dampνότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον Pae. 9.17
-
17 ῥέω
1 run, flowἈλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.10
νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον (Schr.: ἱερὸν codd. Dion. Hal.) Pae. 9.18 -
18 ὕδωρ
1 waterἄριστον μὲν ὕδωρ O. 1.1
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν O. 1.48
οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.64
ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.73
ἀριστεύει μὲν ὕδωρ O. 3.42
( Θήβαν)τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι O. 6.85
λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.51
οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας O. 11.2
Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι O. 14.1
Ἀμένα πὰρ ὕδωρ P. 1.67
ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς P. 5.31
Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται P. 9.88
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἄντιον (i. e. αἶνον ἄντιον φθόνῳ, v. infra) N. 1.24ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ N. 3.3
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία N. 4.4
ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας Pae. 6.7
ὑδάτλτ;εσςγτ;ι δ' ἐπ Ἀσωποῦ (G—H: ὕδατι Π.)Πα.. 13. νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον Pae. 9.18
κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον δωρ *fr. 104b. 2.* κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ Θρ.. 1. μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. of song, (cf. N. 1.24, O. 6.85, παγός, ῥοά, ῥόθιον, χεῦμα)ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ, τὸ βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας ἀνέτειλαν παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.74
-
19 κατασπείρω
Aσπερῶ LXX
(v. infr.):—sow, plant,εἰς μήτραν ζῷα Pl.Ti. 91d
: metaph.,ἀνίας μοι κατασπείρας S.Aj. 1005
:—[voice] Pass.,ὁ κατεσπαρμένος σπόρος PMagd.7.8
(iii B.C.).II spread as in sowing, τοῦ χάρακος κ. [πυροβόλα] scatter them over.., Plu.Cam.34;αὐτοῖς αὔραν τινὰ κ. ἡ χώρα νότιον Id. Dio 25
:—[voice] Pass., to be spread abroad, dispersed,εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Pl.Lg. 891b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπείρω
-
20 κλίμα
A inclination, slope of ground,ἑκάτερον τὸ κ. τῶν ὀρῶν Plb.2.16.3
;ἡ πόλις τῷ ὅλῳ κ. τέτραπται πρὸς τὰς ἄρκτους Id.7.6.1
, etc.; scarp, Apollod.Poliorc.140.7.II = ἔγκλιμα 1.2,τοῦ κόσμου Hipparch.1.2.22
, cf. Gem.16.12, Cleom.1.2.2 terrestrial latitude, latitudes, region,τὸ μεσημβρινὸν κ. D.H.1.9
;τὸ ὑπάρκτιον κ. Plu.Mar.11
; τὰ πρὸς μεσημβρίαν κ. the southern regions, Plb.5.44.6, cf. 10.1.3, Str.1.1.10, AP9.97 (Alph.), Ath.12.523e, Vett.Val.6.14, etc.;κ. οὐρανοῦ Hdn.2.11.4
.3 direction, cardinal point, τὰ τέτταρα κ. (viz. N., S., E., W.) Str.10.2.12, Gp.1.11.1, cf. Isid.Etym.13.1.3;τὸ νότιον κ. τοῦ κόσμου Plu.2.365b
;κατὰ τὸ βόρειον κ. Arist.Mu. 392a3
.4 seven latitudinal strips in the on which the longest day ranged by halfhour intervals from13
to 16 hours, Eratosth. ap. Scymn.113, Id. ap. Str.2.1.35, 2.5.34, Gem.5.58, 16.17, Posidon. ap. Procl.in Ti.3.125 D. (cf. eund. ap. Cleom.1.10), Id. ap. Str.6.2.1, Marin. ap. Ptol.Geog.1.15.8,1.17.1, Id.Alm.2.12, al., Cat.Cod.Astr.8(4).37.5 seven astrological zones corresponding to Nos. 3-6 ofκλίμα 11.4
, Nech.Fr.5, al., Vett. Val.22.33, al., Firmic.2.11.2.III metaph., inclination, propensity, Arr.Epict.2.15.20.V Gramm., inflected form, A.D. Adv.173.25.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νότιον — νότιον, τὸ (Α) το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς ο άγριος … Dictionary of Greek
Νότιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότιον — νότιος moist masc acc sg νότιος moist neut nom/voc/acc sg νότιος moist masc/fem acc sg νότιος moist neut nom/voc/acc sg νοτέω to be wet imperf ind act 3rd pl (doric) νοτέω to be wet imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοιο — Νότιον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοις — Νότιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοισι — Νότιον neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοισιν — Νότιον neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίου — Νότιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίων — Νότιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίῳ — Νότιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότια — Νότιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)